- ἐγκλίνομαι
- склоняюсь
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
εγκλίνω — (AM ἐγκλίνω) γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη αρχ. 1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα 2. κάνω κάτι να γείρει 3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι 4. τρέπω σε φυγή 5.… … Dictionary of Greek
ομοεγκλίτως — ὁμοεγκλίτως (Μ) επίρρ. κατά την ίδια έγκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἐγκλίνομαι, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθέτου *ομοέγκλιτος] … Dictionary of Greek
ՑԱԾՆՈՒՄ — (ծեայ, ծի՛ր, ծուցեալ կամ ծեալ.) NBH 2 0904 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 13c, 14c չ. κοπάζω, λήγω cesso, desino ἰλάσκομαι placor συστέλλω coerceo me ipsum ταπεινόομαι, ἑγκλίνομαι humilior, inclinor σωφρονέω,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
εγκλίνω — μτβ. και αμτβ. 1. κλίνω κάτι προς κάτι, το λυγίζω. 2. έχω κλίση προς κάτι, λυγίζω, γέρνω προς κάτι. 3. (γραμμ.), για λέξεις, «εγκλίνω τον τόνο μου» ή εγκλίνομαι χάνω τον τόνο μου ή τον μεταφέρω στην προηγούμενη λέξη (διότι η «εγκλιτική» λέξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)